- τσουμπές
- ο, Νβλ. τζουμπές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσουμπές — τσουμπές, ο και τζουμπές, ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.), μακρύ πανωφόρι όμοιο με ράσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek
τζουμπές — και τσουμπές, ο, Ν (παλ. τ.) μακρύ, ευρύχωρο παλτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuppe] … Dictionary of Greek